- νέω
- (I)νέω (Α)1. πλέω, κολυμπώ2. μτφ. (για υπόδημα) είμαι δυσανάλογα μεγάλος («ἔνεον ἐν ταῑς ἐμβάσιν», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. νέω < *νέfω συνδέεται με το ρ. νήχω*, αλλά εμφανίζει θέμα με -ε-, πιθ. αναλογικά προς το πλέω / ἔπλευσα. Μερικοί συνέδεσαν το ρ. νέω με τη γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχ. «νοάπηγή», με το όνομα ενός ποταμού τής Αρκαδίας και τής Μικράς Ασίας Νοῡς και με έναν παθ. αόρ. «ἔννυθενἐκέχυντο». Στην περίπτωση αυτή, όμως, το ρ. νέω θα συνδεόταν ετυμολογικά με το ρ. νάω* «ρέω», υπόθεση που δεν φαίνεται πειστική, μια και η ίδια ρίζα *snā- «ρέω, υγρασία» θα παρουσίαζε δύο διαφορετικές αρχικές σημασίες: α) «κολυμπώ» και β) «ρέω, γλιστρώ». Η σύνδεση, εξάλλου, και τών τ. νῆσος και νότος με το ρ. νέω θεωρείται αμφίβολη].————————(II)νέω (Α)1. γνέθω, κλώθω2. μτφ. (για τις Μοίρες) ορίζω, μοιραίνω («ἅσσα οἱ αἶσα κατὰ Κλῶθές τε γιγνομένῳ νήσαντο», Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. νέω ανάγεται σε Ι.Ε. ρίζα με μακρό φων. *snē- «συναρμόζω νήματα, γνέθω» (πρβλ. και νεῦρον) και συνδέεται με: κελτ. snīid «στρέφω το νήμα, γνέθω», αρχ. ινδ. snāyati «περιτυλίγω», λατ. nĕo «κλώθω» και nēmen / nēma «νήμα» (πρβλ. νήμα). Επίσης το ρ. συνδέεται και με τ. που εμφανίζουν -ō-, δηλ. την ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας (πρβλ. αγγλοσαξ. snōd «ταινία, διάδημα»). Οι ελλ. όμως τ. που εμφανίζουν -ω- (πρβλ. νῶσι, νῶντα) θεωρούνται προϊόντα συναίρεσης από αμάρτυρους τ. με -η-: *νήουσι, *νήοντα. Στην κλίση τού νέω, τέλος, παρατηρείται εμφανώς η επίδραση τής συζυγίας τών σε -ήω ρημάτων (πρβλ. ζήω, ζῆν, ζῇ), ενώ οι τ. με -ει-, νεῖ, νεῖν θεωρούνται δευτερογενείς και μεταγενέστεροι (βλ. και λ. νήθω)].————————(III)νέω (Α)1. μαζεύω, συσσωρεύω, επισωρεύω («νήσαντες ξύλα», Ηρόδ.)2. (η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ.) νενημένος και νενησμένοςο υπερβολικά γεμάτος, ο παραγεμισμένος («ἀμφορῆς νενησμένοι», Αριστοφ.)3. (το παθ.) (κατά τον Ησύχ.) «νησόμεθακορεσθησόμεθα».[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. νηέω].————————(IV)νέω (Α)(δωρ.τ.) φρ. «ἐς νέω» (= εἰς νέωτα)τον επόμενο χρόνο.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. νέωτα].
Dictionary of Greek. 2013.